- συνημερευτής
- συνημερ-ευτής, οῦ, ὁ,A daily companion, Id.Pol.1314a10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνημερευτής — ὁ, Α [συνημερεύω] καθημερινός σύντροφος … Dictionary of Greek
συνημερευταῖς — συνημερευτής daily companion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)